σγουρώνω

σγουρώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σγουρώνω" в других словарях:

  • σγουρώνω — Ν βλ. σγουραίνω …   Dictionary of Greek

  • σγουρώνω — σγουραίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σγούρωμα — το, Ν [σγουρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σγουρώνω, κατσάρωμα …   Dictionary of Greek

  • σγουραίνω — και σγουρώνω και σγουρύνω και μόνον ως αμτβ. σγουριάζω και σγουρίζω Ν [σγουρός] 1. μτφ. κάνω κάτι σγουρό, βοστρυχώνω, κατσαρώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι σγουρός («τα μαλλιά της τελευταία έχουν σγουρύνει πολύ») …   Dictionary of Greek

  • σγουρωτός — ή, ό, Ν [σγουρώνω] σγουρός …   Dictionary of Greek

  • φριζάρω — φριζάρισα, φριζαρίστηκα, φριζαρισμένος (λ. γαλλ.), μτβ., πλέκω σε βοστρύχους, κατσαρώνω τα μαλλιά, τα σγουρώνω, τα οντουλάρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»